φουσκί — το, Ν 1. κοπριά χωνεμένη μέσα σε χώμα και χρησιμοποιούμενη για λίπασμα 2. υπόστρωμα από υπολείμματα κλαδιών και φύλλων μουριάς καθώς και από περιττώματα μεταξοσκωλήκων, το οποίο, ύστερα από τον σχηματισμό τών κουκουλιών, αποτίθεται στους κοπρώνες … Dictionary of Greek
φουσκίδι — το, Ν φουσκί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκί + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. στολ ίδι)] … Dictionary of Greek
φουσκίζω — Ν [φουσκί] ρίχνω φουσκί κοντά στη ρίζα τού φυτού, λιπαίνω … Dictionary of Greek
φούσκισμα — το, Ν [φουσκίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουσκίζω, η λίπανση τού εδάφους με φουσκί … Dictionary of Greek
κόπρος — η 1. περίττωμα ανθρώπων και ζώων, αποπάτημα. 2. κοπριά, φουσκί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκίδι — το το φουσκί (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκίζω — φούσκισα, φουσκίστηκα, φουσκισμένος, μτβ., ρίχνω φουσκί (βλ. λ.) στο χωράφι, σκορπίζω κοπρόχωμα, κοπρίζω, λιπαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούσκισμα — το, ατος λίπανση της γης με φουσκί (βλ. λ.), με κοπρόχωμα, κόπρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)